πεδατούρα

πεδατούρα
ἡ, Μ
1. τόπος μετρημένος με τα πόδια
2. στρατιωτική εγκατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pedatura «τόπος μετρημένος με τα πόδια»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”